- αγριοφέρνω
- φαίνομαι άγριος, αγριωπός.[ΕΤΥΜΟΛ. άγριος + -φέρνω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αγριοφέρνω — αγριόφερα, αγριοφέρθηκα, έχω κάπως άγριους τρόπους: Του αγριοφέρθηκε για να μην του δώσει θάρρος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φέρω — ΝΜΑ, και φέρνω Ν, και δωρ. τ. φάρω Α 1. κρατώ ή σηκώνω κάτι πάνω μου, βαστάζω (α. «φέρει έναν βαρύ σάκο στους ώμους του» β. «φέρων άξονας» γ. «χερσὶν εὐθὺς διψίαν φέρει κόνιν», Σοφ. δ. «μέγα ἔργον, ὅ οὐ δύο γ ἄνδρε φέροιεν», Ομ. Ιλ.) 2. έχω (α.… … Dictionary of Greek